βάρυνθεν

βάρυνθεν
βαρύνω
weigh down
aor ind pass 3rd pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαρυνθέν — βαρύνω weigh down aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημύω — ἠμύω (Α) 1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.) 2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω τού βάρους) κλίνω προς τα κάτω 3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω 4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”